-
1 Περσίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσίζω
-
2 μαλακός
A soft:I of things subject to touch,εὐνή Il.9
. 618;κώεα Od.3.38
;τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο 4.124
;χιτών Il.2.42
, PSI 4.364.5 (iii B.C.);πέπλοι Il.24.796
; νειὸς μ. fresh-ploughed fallow, 18.541; λειμῶνες μ. soft grassy meadows, Od.5.72, cf. Il.14.349;πόας ἄνθος Sapph.54
;τάπητες.. -ώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
; of the skin or flesh,μ. παρειαί S.Ant. 783
(lyr.); (anap.);σώματα X.Mem.3.10.1
; πρόβατα μ. soft-fleeced, D.47.52; τόποι πεδινοὶ καὶ μ., opp. hard, rugged ground, Arist.HA 607a10; οἱ κρημνοὶ οἱ μ. ib. 615b31;μ. πέτρα SIG970.8
(iii B.C.), PPetr.2p.6 (iii B.C.); μ. τέφρα a slow fire, Ph.Bel.89.36; soμ. πῦρ Androm.
ap. Gal.13.26;μ. ἀνθρακιά Dsc.2.76
; ὕδωρ μ., of marsh water, A.Fr.192.8 (anap.), Pl.Ti. 59d (cf. μαλθακός); of soil, X.Oec.19.8, Pl.Criti. 111b. Adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, εὑδέμεναι, to sleep softly, i.e. on soft bedding, Od. 3.350, 24.255;μαλακώτατα καθεύδειν X.Mem.2.1.24
; καθίζου μ. sit softly, i.e. on a cushion, Ar.Eq. 785;ὑποστορεῖτε μ. τῷ κυνί Eub.90
, cf. 108; but ὡς μ. ἐσθίεις what dainty food you have! Thphr.Char.2.10.2 μαλακά (sc. σκεύη), τά, household utensils, Men.Per.Fr.3, Diph.19.II of things not subject to touch, gentle,θάνατος Od. 18.202
;ὕπνος Il.10.2
;κῶμα 14.359
; μ. ἔπεα soft, fair words, 1.582, 6.337;λόγοι Od.1.56
;ἐπαοιδαί Pi.P.3.51
;παρηγορίαι A.Ag.95
(anap.);αὖραι X.Oec.20.18
; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar. Pl. 1022;μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Pi.N.4.95
; μ. οἶνος mild, Arist.Pr. 873b34; μ. [φωνή] soft, Id.Aud. 803a8 ([comp] Comp.); of scent, faint, delicate, Thphr.HP6.7.4; of climate, mild, ib.6.8.1. Adv.μαλακῶς, αὐλεῖν Arist.Aud. 803a20
;ἐὰν τὰ σκληρὰ μ. λέγηται Id.Rh. 1408b9
.III of persons or modes of life, soft, mild, gentle, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to handle, of a fallen hero, Il.22.373;ἐκ τῶν μ. χώρων μ. ἄνδρας γίνεσθαι Hdt.9.122
; -;ἀρνίου -ώτερος Philippid.29
; -ώτερον τὸ ἦθος τὸ τῶν θηλειῶν Arist.HA 608a25
;ἀρρένων καὶ μ. ἠθῶν καὶ πράξεων Phld.Mus.p.92
K.2 in bad sense, soft,μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Th.2.18
;μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Id.8.29
;πρὸς τὸ πονεῖν X.Mem.1.2.2
. Adv. -κῶς, ξυμμαχεῖν Th.6.78
; - ωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Id.8.50;μ. φιλεῖν X.Mem.3.11.10
.b faint-hearted, cowardly, Th.6.13, X. HG4.5.16 ([comp] Comp.), etc.c morally weak, lacking in self-control, Hdt.7.153 ([comp] Comp.);ἀντίκειται τῷ μ. ὁ καρτερικός Arist.EN 1150a33
: c. inf., ;τὸ τρυφῶν καὶ μ. Ar.V. 1455
(lyr.); μ. οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from weakness or want of spirit, Hdt.3.51, 105, Ar.Pl. 488; τὰ μ. indulgences, Epich.288, cf. X.Cyr.7.2.28.d = παθητικός, PHib.1.54.11 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.6.9, Vett.Val.113.22, D.L.7.173.e of music, soft, effeminate,μ. ἁρμονίαι Pl.R. 398e
, 411a, cf. Arist.Pol. 1290a28; tuned to a low pitch, opp.σύντονος, χρῶμα μ. Cleonid.Harm.7
, etc.f of style, feeble,τὸ -ώτερον καὶ ταπεινότερον Phld.Rh.1.197
S.g of reasoning, weak, loose,λόγος Isoc.12.4
([comp] Comp.), cf. 5.149 ([comp] Comp.);λόγος λίαν μ. Arist.Metaph. 1090b8
. Adv. -κῶς, συλλογίζεσθαι to reason loosely, Id.Rh. 1396b1 ([comp] Comp.);ἀποδεικνύειν -ώτερον Id.Metaph. 1025b13
.3 weakly, sickly, - κῶς ἔχειν to be ill, Hermipp.58, Ps.-Hdt. Vit.Hom.34, Luc.DDeor.9.1; -κῶς διάκειται PCair.Zen.263.3
(iii B.C.).IV Adv. - κῶς, v. supr. I, II, III.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακός
См. также в других словарях:
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek